σπλῆνας

σπλῆνας
σπλήν
milt
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπληνικός — ή, ό / σπληνικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπλήν, ηνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπλήνα («σπληνικός τρόπος», Ιπποκρ.) νεοελλ. φρ. α) «σπληνική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής κοιλιακής αορτής που φέρεται προς την σπλήνα ακολουθώντας το άνω περίγραμμα τού… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ …   Dictionary of Greek

  • πολφός — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. πολτώδης ουσία που καταλαμβάνει την κεντρική κοιλότητα τού δοντιού, συνδέοντας μέσω τής πολφικής κοιλότητας τής ρίζας του το εσωτερικό τού δοντιού με την επιφάνειά του 2. το παρέγχυμα τής σπλήνας, πολτώδης και μαλακή ουσία που… …   Dictionary of Greek

  • σπληνοκλειστία — η, Ν ιατρ. 1. παλαιότερη θεραπευτική μέθοδος που συνίστατο σε εγχείρηση και προσωρινή επικάλυψη τής σπλήνας με άσηπτη γάζα 2. εξωπεριτοναϊκή μετεμφύτευση τμήματος τής σπλήνας κάτω από τον ορθό κοιλιακό μυ …   Dictionary of Greek

  • άσπληνος — η, ο (Α ἄσπληνος, ον) αυτός που δεν έχει σπλήνα αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο κισσός 2. το ουδ. ως ουσ. το σπληνόχορτο (φυτό που θεωρείται ότι θεραπεύει παθήσεις της σπλήνας) …   Dictionary of Greek

  • αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… …   Dictionary of Greek

  • ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… …   Dictionary of Greek

  • ηπατόζωο — το ζωολ. γένος σπορόζωων πρωτόζωων τών οποίων διάφορα είδη είναι ενδοκυτταρικά παράσιτα τού ήπατος, τής σπλήνας και τού μυελού τών οστών διαφόρων θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatozoon < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) …   Dictionary of Greek

  • λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”